Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Θεσσαλονίκης

Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Θεσσαλονίκης
ο νηπτικός μέγας Μύστης των Θείων Ενεργειών

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011

Γέροντα Εφραίμ Βατοπαιδινού: «Η αξία του ανθρωπίνου σώματος στην διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά»


VatopaidiFriend: Δημοσιεύουμε ένα άρθρο από το νέο βιβλίο του γέροντα Εφραίμ «Αθωνικός Λόγος» που θεωρούμε ότι είναι επίκαιρο, αφού αυτή η εβδομάδα των Νηστειών είναι αφιερωμένη στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-1359) ακολουθώντας την παράδοση των ησυχαστών Πατέρων και θεωρώντας ότι η συγγραφή δημιουργεί μέριμνες και περισπασμούς δεν συνέγραψε συστηματικά, αλλά επιδόθηκε εκ των περιστάσεων στην συγγραφή, για να υπερασπισθεί την ορθόδοξη πίστη και ζωή.
Το θέμα της αξίας του ανθρωπίνου σώματος ανέκυψε με την κατηγορία που διετύπωσε ο Βαρλαάμ εναντίον των αγιορειτών μοναχών ότι ενεργούν κακώς «ένδον του σώματος σπεύδοντες εμπερικλείειν τον νούν»[1]. Ο άγιος Γρηγόριος επικαλούμενος τον απόστολο Παύλο λέγει ότι το σώμα γίνεται με το βάπτισμα «ναός του εν ημίν αγίου Πνεύματος», «οίκος Θεού», και ότι σε αυτό «ενοικεί και εμπεριπατεί» ο Θεός. Γιατί λοιπόν να μην εισαχθεί ο νους στον ναό του Θεού; Μήπως και ο Θεός κακώς έπραξε που «ενώκισε τώ σώματι τον νούν»[2]; Όσοι νομίζουν ότι το σώμα είναι κακό ως δημιούργημα του πονηρού είναι αιρετικοί.
Το σώμα είναι καλό· κακό είναι το «σωματικό φρόνημα»[3]. Όταν ο απόστολος Παύλος ομίλει για «σώμα θανάτου», δεν κατηγορεί την σάρκα αλλά την «επεισελθούσαν αμαρτητικήν ορμήν εκ παραβάσεως»[4]. Ο χριστιανός αποδιώκει το σωματικό φρόνημα και συγκεντρώνει τον νου μέσα στο σώμα του, γιατί σε αυτό υπάρχει πρωτίστως το «κατ’ εικόνα». Ο άγιος Γρηγόριος, ακολουθώντας την πατερική παράδοση, διδάσκει ότι το «κατ’ εικόνα» δεν περιορίζεται σε ορισμένο στοιχείο της ανθρώπινης φύσεως, αλλά επεκτείνεται σε όλη την ανθρώπινη ύπαρξη. Αντίθετα η ελληνική φιλοσοφία έβλεπε το σώμα υποτιμητικά. Κατά τον Πλάτωνα η σωματική φύση είναι μόνο το «ένδυμα», το «δεσμωτήριο», το «μνήμα» της ψυχής[5]. Το σώμα είναι το αρνητικό μέρος της ανθρώπινης υπάρξεως, ευτελές και κακό, και η ψυχή βρίσκεται ενωμένη μαζί του, «έως αν εκτίση τα οφειλόμενα». Το σώμα δεν είναι δυνατό να επηρεάσει θετικά την ψυχή[6]. Ο δε νεοπλατωνικός Πλωτίνος αισχυνόταν με την ιδέα ότι έχει σώμα[7].
Ο άγιος Γρηγόριος «στίς πνευματικίζουσες τάσεις του ελληνισμού που έτειναν πάντοτε να περιφρονούν την ύλη»[8] και στην «πλατωνική πνευματοκρατία της βαρλααμικής ανθρωπολογίας»[9] αντέταξε την συνθετική βιβλική αντίληψη για τον άνθρωπο. Το σώμα αποτελεί αναπόσπαστο οντολογικό στοιχείο του ανθρώπου. Ο άνθρωπος ουδέποτε υπήρξε μόνο πνεύμα, διότι εξ αρχής ο Δημιουργός ήνωσε τα δύο στοιχεία αρρήκτως. Ο άνθρωπος είναι το μεθόριο του υλικού και πνευματικού κόσμου, η «συνδρομή του παντός», η «ανακεφαλαίωσις των του Θεού κτισμάτων»[10].
Μεταξύ ψυχής και σώματος υπάρχει στενότατος σύνδεσμος. Η ψυχή κατά τον άγιο Γρηγόριο δεν είναι φυλακισμένη στο σώμα ούτε θέλει να απαλλαγεί από αυτό. Τόση αρμονία υπάρχει μεταξύ τους, ώστε η ψυχή δεν εγκαταλείπει το σώμα «μή βίας επενεχθείσης εκ νόσου δή τινος μεγίστης ή πληγής έξωθεν»[11].
Ο Βαρλαάμ υποτιμώντας το ανθρώπινο σώμα ονόμαζε απάθεια της ψυχής την νέκρωση του παθητικού. Περιφρονούσε και απέρριπτε όλες τις ασκήσεις του σώματος που χρησιμοποιούσαν οι μοναχοί, την νηστεία, την αγρυπνία, την ορθοστασία, την γονυκλισία, την περιεκτική φιλοπονία, αυτό που ονομάζει ο άγιος Γρηγόριος «άλγος της αφής», αλλά και τα δάκρυα και το πένθος κατά την διάρκεια της προσευχής, γιατί, όπως έλεγε, «ηρεμίαν παρέχειν ταίς αισθήσεσιν χρή τον προσευχής επιμελούμενον και νεκρούν τελέως το της ψυχής παθητικόν». Γι’ αυτό ο άγιος Γρηγόριος τον ονόμαζε «απραξίας καθηγητήν»[12].
Στον Αγιορειτικόν Τόμον ο άγιος Γρηγόριος ομιλεί για μεταμόρφωση του παθητικού της ψυχής και όχι για νέκρωση[13]. Με την κατάλληλη ασκητική αγωγή των ψυχικών δυνάμεων και των μελών του σώματος[14] «κτάται και ορά εν εαυτώ ο άνθρωπος την θείαν Χάριν» που υποσχέθηκε ο Κύριος «τοίς κεκαθαρμένοις την καρδίαν». Και έχουμε τον θησαυρό αυτόν «εν οστρακίνοις σκεύεσιν», δηλαδή στα σώματά μας[15].
Η αξία του ανθρωπίνου σώματος διατρανώνεται με την ενανθρώπηση του Κυρίου. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο άγιος Γρηγόριος, ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος, «ίνα δειχθή πώς η του ανθρώπου φύσις, παρά πάντα τα κτίσματα κατ’ εικόνα εκτίσθη Θεού· τοσούτον γάρ ταύτη το συγγενές προς Θεόν, ως και δύνασθαι συνελθείν αυτώ προς μίαν υπόστασιν· ίνα τιμήση την σάρκα και αυτήν την θνητήν, ως μή τα υπερήφανα πνεύματα προτιμητέα του ανθρώπου και νομίζειν αυτά και νομίζεσθαι»[16]. Όπως εύστοχα σημειώθηκε, όσα ο άγιος Γρηγόριος λέγει για την τιμή που έδωσε ο Υιός του Θεού με την ενανθρώπησή του στην θνητή σάρκα του ανθρώπου, αποτελούν ύμνο του χριστιανικού ασκητισμού προς τον άνθρωπο και το σώμα του[17].
Η παρουσία του Χριστού στον κόσμο συνέδεσε τον αιώνιο Θεό με τον θνητό άνθρωπο. Ο Λόγος του Θεού, λέγει ο άγιος Γρηγόριος, έλαβε από την Θεοτόκο σάρκα τελείως καθαρή αλλά και θνητή και παθητή. Η υποστατική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού είχε ως αποτέλεσμα την ανακαίνιση και θέωση της ανθρώπινης φύσεως. «Η κτιστή ανθρώπινη φύσις και η άκτιστος θεότης, μή συγχεόμεναι κατά την ουσίαν, συνδέονται διά της ακτίστου θείας ενεργείας. Ενώ η ανθρωπίνη φύσις παραμένει κτιστή, δέχεται παρά της θεότητος κατά χάριν, ό,τι εκείνη έχει κατά φύσιν»[18].
Η οντολογική αυτή ανακαίνιση της ανθρώπινης φύσεως γίνεται προσιτή σε κάθε άνθρωπο με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος που δρά μέσα στην Εκκλησία. Η θέωση αναφέρεται σε ολόκληρο τον άνθρωπο. Ολόκληρος ο άνθρωπος ως ψυχοσωματική οντότητα ενώνεται και κοινωνεί με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος και γίνεται «πνευματικός», «καινή κτίσις». Έτσι «καί το σώμα μεταλαμβάνει πως της κατά νούν ενεργουμένης Χάριτος»[19]· η Χάρις του Αγίου Πνεύματος γίνεται συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης υπάρξεως. Αυτό οδηγεί τον άγιο Γρηγόριο να πεί ότι «ο πνευματικός άνθρωπος εκ τριών υφέστηκε· Χάριτος Πνεύματος επουρανίου, ψυχής λογικής και γηΐνου σώματος»[20].
Κεντρική θέση στην ζωή και την διδασκαλία του φιλόθεου αθωνίτη ησυχαστού έχει το γεγονός της μεταμορφώσεως του Χριστού. Αυτή άλλωστε αποτελεί τον πυρήνα των θεολογικών συζητήσεών του με τον Βαρλαάμ και την καρδιά του ησυχαστικού αγώνα. στην Μεταμόρφωση, διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος ακολουθώντας τους Πατέρας της Εκκλησίας, ο Χριστός δεν προσέλαβε κάτι που δεν είχε προηγουμένως[21], αλλά εφανέρωσε στους τρεις μαθητές «μερικώς» την δόξα που είχε εξ αρχής και μάλιστα «ουχ ολόκληρον, ίνα μή συν τη οράσει και το ζήν αποβάλωνται»[22]. Ο άγιος Γρηγόριος επισημαίνει ότι οι Απόστολοι δεν μπορούσαν να δούν το άκτιστο φως «μή πρότερον οφθαλμούς λαβόντες, ους ου πρότερον είχον… ει και οφθαλμοίς εγένετο ληπτόν, αλλ’ υπέρ οφθαλμούς γεγενημένοις»[23]. Το φως αυτό προερχόταν από το σώμα του Χριστού, που ήταν «εκτός των Αποστόλων, συγχρόνως όμως εφωτίσθησαν και έσωθεν εκ της επισκιαζούσης αυτούς νεφέλης»[24]. Η εσωτερική έλλαμψη αποτελεί βασικό στοιχείο της θέας του ακτίστου φωτός. Διαφέρει δε από το φως της πλάνης ή του διαβόλου που είναι κτιστό και φωτίζει έξωθεν μόνον. Και όπως το γεγονός της Μεταμορφώσεως έγινε κατά την ώρα της προσευχής, έτσι και η θεία έλλαμψη δίδεται σε όποιον ασκεί την καθαρά προσευχή.
Κατά την Μεταμόρφωση δεν έλαμψε μόνο το πρόσωπο του Κυρίου αλλά και τα ιμάτιά του. Σχολιάζοντας το σημείο αυτό ο άγιος Γρηγόριος, λέγει ότι με το ίδιο φως ελαμπρύνθη «καί το προσκυνητόν εκείνο του Χριστού σώμα και τα ιμάτια», όχι όμως κατά τον ίδιο τρόπο εξ ίσου «αλλ’ ουκ επίσης»[25]. Επειδή το σώμα ήταν πηγή της ακτίστου δόξης, και τα ιμάτια «ως εγγίζοντα τώ σώματι εκείνου φωτεινά εγένετο»[26]. Με τον φωτισμό των ιματίων έδειξε ο Θεός ποιά στολή δόξης θα ντυθούν στον μέλλοντα αιώνα οι άγιοι. Αυτή την στολή είχε και ο Αδάμ προ της παραβάσεως «ως όντως στολήν ημφιεσμένος δόξης, ουχ υπήρχε γυμνός ουδ’ ασχήμων υπήρχεν ότι γυμνός, αλλά πολλώ κοσμιώτερος»[27]. Η φωτεινότητα των ιματίων βεβαιώνει την διδασκαλία των Πατέρων ότι η άκτιστη Χάρις που έρχεται στην ψυχή και δι’ αυτής στο σώμα μεταβιβάζεται και στην άλογη κτίση και την ευεργετεί[28].
Απ’ όσα αναφέραμε γίνεται φανερό ότι η ανθρωπολογική διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου ερμηνεύεται Χριστολογικώς. Η σχέση θεότητος και ανθρωπίνης φύσεως αποτελεί πρότυπο της χαρισματικής σχέσεως της θείας Χάριτος με την ανθρώπινη φύση του κάθε πιστού. Όπως η θεότητα του Θεανθρώπου είναι κοινή στην ψυχή και στο σώμα του, έτσι και η Χάρις του Αγίου Πνεύματος στους πνευματικούς ανθρώπους, περνώντας από την ψυχή στο σώμα, παρέχει την δυνατότητα στον άνθρωπο να πάσχη τα θεία[29].
«Κατά την παρούσα ζωή τον αρραβώνα των μελλόντων αγαθών δεν λαμβάνει μόνον η ψυχή, αλλά και το σώμα, το οποίον συμβαδίζει μετ’ αυτής την οδόν του αγιασμού. Ο απορρίπτων την αλήθειαν ταύτην συναπορρίπτει και την συμμετοχήν του σώματος του ανθρώπου εις την μακαριότητα του μέλλοντος αιώνος· διότι, εάν το σώμα είναι προωρισμένον να μετάσχη των αγαθών της βασιλείας του Θεού, φυσικόν είναι να μή αποκλεισθή και κατά την ζωήν ταύτην της κοινωνίας των προς την ψυχήν παρεχομένων θείων δωρεών»[30].
Η άκτιστη Χάρις του Θεού προσφέρεται στον κτιστό άνθρωπο με κτιστά μέσα. Αυτό γίνεται με τα μυστήρια της Εκκλησίας. Ο άνθρωπος όμως πρέπει πίσω από τα κτιστά στοιχεία των μυστηρίων να βλέπει την άκτιστη θεότητα. «Ο γάρ άρτος ούτος οίόν τι καταπέτασμά εστιν ένδον κρύπτον την Θεότητα»[31]. Ο άγιος Γρηγόριος αναφέρει στις Ομιλίες του όλα τα μυστήρια, επιμένει όμως στο Βάπτισμα και την Θεία Ευχαριστία, γιατί στα δύο αυτά μυστήρια «πάσα ημών ήρτηται η σωτηρία»[32].
Με το Βάπτισμα αρχίζει η προσωπική εν Χριστώ ανακαίνιση[33]. Ο άνθρωπος καινοποιείται, καθαίρεται και γίνεται τέκνο του Χριστού. Η Χάρις του Βαπτίσματος ανακαινίζει όχι μόνον την ψυχή, αλλά και το σώμα του ανθρώπου, αν και αυτό δεν γίνεται ορατό τώρα, αλλά «πίστει μάλλον οράται».
Εξάλλου στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας έχουμε την ανάκραση του Θεού με τον άνθρωπο. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος, ο Χριστός «συνέδησεν ημάς και ηρμόσατο καθάπερ νυμφίος νύμφην εαυτώ διά της μεταλήψεως τούτου του αίματος εις μίαν σάρκα μεθ’ ημών γενόμενος»[34]. Το φως του Χριστού κατά την Μεταμόρφωση εφώτιζε τους μαθητές έξωθεν. Τώρα με την ευχαριστιακή ανάκρασή του μαζί μας ο Κύριος «ένδοθεν περιαυγάζει την ψυχήν»[35]. «Η άκτιστος και θεοποιός χάρις του Χριστού, η οποία θα καταστήσει και το σώμα του ανθρώπου σύμμορφον προς το σώμα της δόξης αυτού, ενσπείρεται από της παρούσης ήδη ζωής εις τον άνθρωπον και απεργάζεται την θέωσίν του»[36]. Η ολοκλήρωση όμως της θεώσεως θα πραγματοποιηθεί κατά τον μέλλοντα αιώνα με την συμμετοχή του ανθρώπου στην Ανάσταση και την Ανάληψη του Χριστού.
Ο Χριστός «ει μή εσαρκώθη και πέπονθε σαρκί και ανέστη και ανελήφθη δι’ ημάς, ουκ αν έγνωμεν το υπερβάλλον της προς ημάς αγάπης του Θεού»[37]. Και αλλού σημειώνει ο άγιός μας. «Το σώμα αναστήσας εαυτού ανέλαβεν εις ουρανόν εν δόξη»[38], «ομόθρονον ως ομόθεον ποιήσας το ημέτερον φύραμα»[39]. Η Ανάσταση και η Ανάληψη του Χριστού συνδέονται με την ζωή μας. Ο Χριστός, λέγει ο άγιος Γρηγόριος, αναστήθηκε και αναλήφθηκε για μάς, «προοικονομών ημίν την εις απείρους αιώνας ανάστασιν και ανάληψιν»[40].
Κατά την «εσχάτην ημέραν» της εν δόξη Δευτέρας παρουσίας του Χριστού, κατά την οποία θα έλθη μετά «σώματος», όλοι θα αναστηθούν. Ενώ όμως τα σώματα των ασεβών θα αναστηθούν για να παραδοθούν στην αιώνια κόλαση, τα σώματα των δικαίων θα αναστηθούν, για να μετάσχουν στην αφθαρσία και την θεία μακαριότητα. Ο άγιος Γρηγόριος θεωρεί ως ιδιαίτερο δώρο για τους πιστούς όχι την Ανάσταση αλλά την Ανάληψη. Μόνον αυτοί που έζησαν εν Χριστώ «αναληφθήσονται εν νεφέλαις εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα»[41].
Θα κατακλείσουμε την εισήγησή μας για την αξία του ανθρωπίνου σώματος αναφερόμενοι στην τιμητική προσκύνηση των αγίων λειψάνων. «Προσκυνήσεις και τάς σορούς τούτων (τών αγίων) τάς αγίας και εί τι των οστέων λείψανον», λέγει ο άγιος Γρηγόριος στον Δεκάλογον της κατά Χριστόν νομοθεσίας. Όπως στο σώμα του Κυρίου κατά τον σταυρικό θάνατο παρέμεινε ενωμένη η θεότητα, έτσι και στα νεκρά σώματα των αγίων «τό ενωκισμένον θείον Πνεύμα ουκ αφίσταται»[42]. Απόδειξη είναι «καί τα παρ’ αυτών ή δι’ αυτών επιτελούμενα θαύματα»[43].
Η τιμή των λειψάνων εκπηγάζει από μια εξόχως αναπτυγμένη θεολογία του ανθρωπίνου σώματος. Εξ άλλου η πίστη στην μεταμόρφωση του κόσμου κατά την Δευτέρα Παρουσία εξηγεί, γιατί η Εκκλησία απονέμει σχετική προσκύνηση όχι μόνο στα οστά των αγίων, αλλά και στα «ιμάτιά» τους και σε ό,τι ειδικότερα συνδέεται με αυτούς.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στηρίζει όλη την διδασκαλία του για τον άνθρωπο στον Θεάνθρωπο Χριστό. Αναγνωρίζει ως ύψιστη αξία τον άνθρωπο, χωρίς να διολισθαίνει σε ανθρωποκεντρισμό[44]. Το σώμα του ανθρώπου είναι προορισμένο να ζήσει σε κοινωνία με τον Θεό. Γι’ αυτό και από την παρούσα ακόμη ζωή γίνεται σεβαστό ως «ναός του Αγίου Πνεύματος», μέσα στον οποίο ανακαινίζεται ολόκληρη η κτίση.

[1] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Ερώτησις δευτέρα, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, επιμ. Π. Χρήστου, τόμ. Α΄, 1962, σ. 391 (στό εξής Συγγράμματα). [2] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,2,1, Συγγράμματα, τόμ. Α΄, σ. 393.
[3] «Ημείς δε εν τοίς σωματικοίς φρονήμασιν είναι τον νούν οιόμεθα κακόν, εν τώ σώματι δε ουχί κακόν, επεί μηδέ το σώμα πονηρόν». Ό.π.
[4] Ό.π., σ. 394.
[5] «Και γάρ σήμά τινές φασιν αυτό είναι της ψυχής ως τεθαμμένης εν τώ νύν παρόντι». Κρατύλος 400 γ 1 – 100.
[6] «Ο αν χρηστόν ή σώμα, τούτο τη αυτού αρετή ψυχήν αγαθήν ποιείν, εμοί ου φαίνεται, αλλά τουναντίον ψυχή αγαθή τη αυτής αρετή σώμα παρέχειν ως οίόν τε βέλτιστον». Πολιτεία Γ 403 δ 2 – 4.
[7] «Πλωτίνος ο καθ’ ημάς γεγονώς φιλόσοφος εώκει μέν αισχυνομένω ότι εν σώματι είη. Από δε της τοιαύτης διαθέσως ούτε περί του γένους αυτού διηγείσθαι ηνείχετο ούτε περί των γονέων ούτε περί της πατρίδος». Πορφυρίου, Περί του Πλωτίνου βίου και της τάξεως των βιβλίων αυτού 1,1.
[8] π. Ιωάννη Μέγιεντορφ, Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, έκδ. Ακρίτας, σ. 141.
[9] Ό.π., σ. 145.
[10] Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι ΚΒ΄, έκδ. Σοφοκλέους του εξ Οικονόμων, Αθήνησι 1861, Ομιλία 53, 35, σ. 172.
[11] Γρηγορίου Παλαμά, Κεφάλαια 38, Συγγράμματα, τόμ. Ε΄, 1992, σ. 56.
[12] Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,2,10, Συγγράμματα, τόμ. Α΄, σ. 515.
[13] «Όστις τάς ενσημαινομένας τώ σώματι πνευματικάς διαθέσεις από των εν τη ψυχή των κατά Θεόν προκοπτόντων χαρισμάτων του πνεύματος ου παραδέχεται και την του παθητικού καθ’ έξιν νέκρωσιν απάθειάν φησιν, αλλά μή την επί τα κρείττω καθ’ έξιν ενέργειαν ολικώς απεστραμμένου τα πονηρά και επεστραμμένου προς τα καλά, ως τάς πονηράς έξεις αποκτησαμένου και ταίς αγαθαίς μή πλουτήσαντος, ούτος ακολούθως τη τοιαύτη δόξη και την εν τώ αφθάρτω των όντων αιώνι μετά σώματος απαναίνεται διαγωγήν». Αγιορειτικός Τόμος 6, Συγγράμματα, τόμ. Β΄, σ. 575.
[14] Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,2,6, Συγγράμματα, τόμ. Α΄, σ. 512.
[15] Ό.π. 1,2,2, Συγγράμματα τόμ. Α΄, σ. 395.
[16] Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι ΜΑ΄, έκδ. εν Ιεροσολύμοις, 1857, Ομιλία 16, σ. 88.
[17] Αρχιμ. Kiprian, Antropologija sv. Grigorija Palamy, Παρίσι 1950, σ. 367.
[18] Γεωργίου Μαντζαρίδου, Παλαμικά, Θεσσαλονίκη 31998, σ. 55. Πρβλ. και σ. 67.
[19] «Και το σώμα μεταλαμβάνει πως της κατά νούν ενεργουμένης Χάριτος και μεταρρυθμίζεται προς ταύτην και λαμβάνει τινα συναίσθησιν αυτό του κατά ψυχήν απορρήτου μυστηρίου», Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,31, Συγγράμματα, τόμ. Α΄, σ. 442.
[20] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,43, Συγγράμματα, τόμ. Α΄, σ. 454.
[21] «Μεταμορφούται τοίνυν, ουχ ο ουκ ήν προσλαβόμενος ουδέ εις όπερ ουκ ήν μεταβαλλόμενος, αλλ’ όπερ ήν τοίς οικείοις μαθηταίς εκφαινόμενος». Γρηγορίου Παλαμά, Αγιορετικός Τόμος 4, Συγγράμματα, τόμ. Β΄, 1966, σ. 573.
[22] Γρηγορίου Παλαμά, Περί θείας και θεοποιού μεθέξεως 6, Συγγράμματα, τόμ. Β΄, σ. 141.
[23] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 3,1,22, Συγγράμματα, τόμ. Α΄, σ. 634.
[24] π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 158.
[25] Ομιλίαι ΜΑ΄, εν Ιεροσολύμοις 1857, Ομιλία 35, σ. 196.
[26] Ό.π.
[27] Γρηγορίου Παλαμά, Κεφάλαια 67, Συγγράμματα, τόμ. Ε΄, σ. 73.
[28] «Το δ’ έτι παραδοξώτατον, ότι και αλλοιώσαν, αναλλοίωτα τηνικαύτα διετήρησεν αυτά, ως μετά μικρόν εδείχθη». Ομιλία 35, εν Ιεροσολύμοις 1857, σ. 196.
[29] «Ο μέντοι τούτων ευμοιρήσας νους και προς το συνημμένον σώμα πολλά διαπορθμεύει του θείου κάλλους τεκμήρια, Χάριτι θεία και σαρκός παχύτητι μεσιτεύων και δύναμιν των αδυνάτων εντιθείς». Γρηγορίου Παλαμά, Εις τον βίον του οσίου Πέτρου εν Αθω 19, Συγγράμματα, τόμ. Ε΄, σ. 172 και Προς Μοναχήν Ξένην 62, Συγγράμματα, τόμ. Ε΄, σ. 225. Πρβλ. Αγιορειτικός Τόμος 6, Συγγράμματα, τόμ. Β΄, σ. 575.
[30] Γεωργίου Μαντζαρίδου, ό.π., σ. 239-240.
[31] Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι ΚΒ΄, Οικονόμου, Ομιλία 56, 5, σ. 205.
[32] Ό.π., Ομιλία 60, 3, σ.230.
[33] Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι ΜΑ΄, εν Ιεροσολύμοις 1857, Ομιλία 16, σ.93.
[34] Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι ΚΒ΄, Οικονόμου, Ομιλία 56, 7, σ. 207.
[35] Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,38, Συγγράμματα, τόμ. Α΄, σ. 449.
[36] Γεωργίου Μαντζαρίδου, ό.π., σ. 193.
[37] Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι ΜΑ΄, εν Ιεροσολύμοις 1857, Ομιλία 16, σ. 88.
[38] Γρηγορίου Παλαμά, Προς Ξένην Μοναχήν 15, Συγγράμματα, τόμ. Ε΄, σ. 200.
[39] Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλίαι ΜΑ΄, εν Ιεροσολύμοις 1857, Ομιλία 21, σ. 124.
[40] Ό.π., σ. 130.
[41] Ό.π., Ομιλία 22, σ. 130.
[42] Γρηγορίου Παλαμά, Εις τον βίον του οσίου Πέτρου του εν Αθω 47, Συγγράμματα, τόμ. Ε΄, σ. 189.
[43] Γρηγορίου Παλαμά, Διάλεξις Ορθοδόξου μετά Βαρλααμίτου 49, Συγγράμματα, τόμ. Β΄, σ. 212.
[44] Στ. Ράμφου, Ιλαρόν φως του κόσμου, Αθήνα 1990, σ. 306.